Την τελευταία πενταετία η ελληνική οικονομία έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο κατακτώντας πρωτιές σε μια σειρά από βασικούς οικονομικούς δείκτες που αποτυπώνουν και την αισθητή βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, σημειώνει σε σχετική του ανακοίνωση το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, ενώ παράλληλα τονίζει ότι «η Ελλάδα έχει πετύχει τη μεγαλύτερη -ή πάντως από τις μεγαλύτερες- ταχύτητες προόδου σε ολόκληρη την ΕΕ, σε μια σειρά από κρίσιμους τομείς».
Στην ίδια ανακοίνωση σημειώνεται ότι «η κυβέρνηση δεν υποτιμά τις δυσκολίες που δημιουργεί το παγκόσμιο πληθωριστικό σοκ στην αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών από το 2022 και ύστερα. Ούτε παραβλέπει ότι οι μισθοί και οι αμοιβές υπολείπονται ακόμα του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Όμως, δεν μπορεί να κάνει αποδεκτό να απαξιώνονται τα πολύ σημαντικά επιτεύγματα της οικονομίας μας, πολύ δε περισσότερο να παρουσιάζουμε μια εικόνα μηδενισμού και ισοπέδωσης, η οποία απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Δεν μπορεί να δεχθεί να υποβαθμίζονται οι κατακτήσεις των πολιτών και να παρουσιάζεται μια μίζερη εικόνα που πολλές φορές βασίζεται και σε λανθασμένα ή ελλιπή οικονομικά στοιχεία. Η πραγματικότητα είναι ότι από το 2019 και ύστερα συντελείται μια μεταμόρφωση της ελληνικής οικονομίας με απτό μέρισμα ανάπτυξης και άμβλυνσης των αδικιών προς όφελος όλων των Ελληνίδων και όλων των Ελλήνων. Πρόοδος που αναγνωρίζεται από διεθνείς οργανισμούς, ξένες κυβερνήσεις, ΜΜΕ και αναλυτές, που αναφέρονται στην Ελλάδα με πολύ θετικό τρόπο».
Επίσης σημειώνεται στην ίδια ανακοίνωση ότι «ορισμένοι μόνο οικονομικοί δείκτες που χρησιμοποιούνται από όλες τις χώρες του κόσμου προκειμένου να αποτυπωθεί η ανάπτυξη και η ευημερία τους, πιστοποιούν του λόγου το αληθές. Η Ελλάδα στην Ευρώπη των 27 κατέχει 7 πρωτιές την τελευταία πενταετία, απόρροια του υψηλού ρυθμού ανάπτυξης της, που είναι από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης πανευρωπαϊκά, καθώς την περίοδο 2019-2023 έχει πετύχει:
- Τη μεγαλύτερη μείωση του ποσοστού ανεργίας από οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ε.Ε.
- Τη μικρότερη σωρευτική αύξηση τιμών καταναλωτή, δηλαδή τον χαμηλότερο σωρευτικό πληθωρισμό σε όλη την Ευρώπη
- Τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση του όγκου επενδύσεων
- Τη μεγαλύτερη μείωση του λόγου δημοσίου χρέους ως προς ΑΕΠ
- Τη μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση μεριδίου στις παγκόσμιες εξαγωγές αγαθών
- Τη μεγαλύτερη αύξηση επιπέδου ανταγωνισμού, όπως αυτό ορίζεται και μετριέται από τον ΟΟΣΑ
- Τη μεγαλύτερη μείωση της διαφοράς απόδοσης (spread) έναντι του γερμανικού δεκαετούς ομολόγου
Και η ανακοίνωση καταλήγει:
«Αλήθεια 1η: Πάνω από 500.000 πολίτες βρήκαν δουλειά τα τελευταία 5 χρόνια, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗΣ. Επίσης, σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η αύξηση της απασχόλησης έχει οδηγήσει σε μείωση της ανεργίας κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες, από το 18% το 2019 σε κάτω από 10% σήμερα, κάτι που μας κατατάσσει ως χώρα στην πρώτη θέση ως προς την ταχύτερη αποκλιμάκωση της ανεργίας πανευρωπαϊκά. Και η μείωση αυτή είναι πιο έντονη ανάμεσα στις γυναίκες και τους νέους, που είδαν το ποσοστό ανεργίας τους να μειώνεται κατά 10 και 16,5 μονάδες αντίστοιχα. Μεγάλη είναι επίσης και η μείωση του ποσοστού των μακροπρόθεσμα άνεργων, το ποσοστό των οποίων (στο σύνολο των ανέργων) έχει μειωθεί από το 2019 ως το 2022 (τελευταία διαθέσιμα στοιχεία Eurostat) κατά 15 ποσοστιαίες μονάδες. Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα επιβεβαιώνεται και από την θετική εξέλιξη των βασικών δεικτών φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού. Συγκεκριμένα, και σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, ο δείκτης που μετρά το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού έπεσε από 29% το 2019 στο 26,1% το 2023, συγκλίνοντας σημαντικά προς τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο (21,4%).
Αλήθεια 2η: Τα τελευταία πέντε χρόνια ο κατώτατος και ο μέσος μισθός στην Ελλάδα έχουν αυξηθεί περισσότερο από τις τιμές. Συγκεκριμένα, μεταξύ 2019 και 2023 ο Δείκτης Τιμών Καταναλωτή (ΔΤΚ) έχει σωρευτικά αυξηθεί κατά 13,4% και ο εναρμονισμένος ΔΤΚ κατά 13,1%, αύξηση σημαντικά μικρότερη του Ευρωπαϊκού μέσου όρου (20,3%). Την ίδια περίοδο, με βάση τα στοιχεία του πληροφοριακού συστήματος ΕΡΓΑΝΗ, ο μέσος μισθός αυξήθηκε κατά 20,2%, ενώ ο κατώτατος μισθός έχει αυξηθεί από το 2019 ως σήμερα κατά 27,7%.
Αλήθεια 3η: Οι αμοιβές και τα εισοδήματα στην Ελλάδα αυξάνονται, και ως επί το πλείστον γρηγορότερα από την Ευρώπη.
Το καθαρό διαθέσιμο εισόδημα στην Ελλάδα έχει αυξηθεί για όλους τους τύπους νοικοκυριών με εργαζόμενα μέλη. Συγκεκριμένα, και πάλι με βάση τα στοιχεία της Eurostat, από το 2019 ως το 2023 οι ετήσιες καθαρές αποδοχές σε μονάδες αγοραστικής δύναμης έχουν αυξηθεί μεταξύ 12,3% έως 15,7%, ανάλογα με τον τύπο/σύνθεση του νοικοκυριού. Σε όρους αγοραστικής δύναμης, οι αποδοχές αυτές το 2023 βρίσκονται στη 16η θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 για τρεις από τις τέσσερις κύριες κατηγορίες αναφοράς, ενώ στην τέταρτη βρίσκεται στην 19η. Ιδιαίτερα σε ότι αφορά τους εργαζόμενους που αμείβονται με τον κατώτατο μισθό, η Ελλάδα είναι στη μέση της κατανομής, αφού επί συνόλου 22 κρατών-μελών με νομοθετημένο κατώτατο μισθό, σε μονάδες αγοραστικής δύναμης η χώρα βρίσκεται στην 12η θέση. Ακόμα και ο πληθωρισμός τροφίμων, που είναι ένα περισσότερο προβληματικό θέμα σε σχέση με τον μέσο πληθωρισμό, βρίσκεται τους τελευταίους μήνες σε καθοδική πορεία. Σε συνδυασμό με την συνεχιζόμενη αύξηση μισθών και εισοδημάτων, μας οδηγεί στην προσδοκία ότι η αύξηση του διαθεσίμου εισοδήματος θα αυξηθεί με γρηγορότερους ρυθμούς στο προβλεπτό μέλλον. Κατά συνέπεια, ο ισχυρισμός ότι το βιοτικό επίπεδο στην Ελλάδα είναι στην προτελευταία θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης απέχει κατά πολύ από την πραγματικότητα.
Αλήθεια 4η: Στην Ελλάδα παρατηρείται υψηλότερος ρυθμός αύξησης της ατομικής κατανάλωσης από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Αυτό άλλωστε φαίνεται και από την κατάταξη της Ελλάδας στην πραγματική ατομική κατανάλωση (actual individual consumption) σε όρους αγοραστικής δύναμης, όπου το 2023 η χώρα μας βρίσκεται στο 79% του Ευρωπαϊκού μέσου όρου, πάνω από έξι άλλα κράτη-μέλη. Και σε αυτό το μέγεθος η Ελλάδα παρουσιάζει υψηλότερο ρυθμό αύξησης από τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο, καθώς μεταξύ 2019-2023 παρουσίασε σωρευτική μεταβολή της τάξης του 23,4%, έναντι 19,4% του ευρωπαϊκού μέσου όρου.
Αλήθεια 5η: Το πραγματικό κατά κεφαλή εισόδημα έχει αυξηθεί στην Ελλάδα σε βαθμό σημαντικά υψηλότερο του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, μεταξύ 2019 και 2023 το πραγματικό κατά κεφαλή ΑΕΠ στην Ελλάδα έχει αυξηθεί κατά 7,7%, ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (3,3%) και σχεδόν τριπλάσιο της ευρωζώνης (2,3%). Αλλά και σε όρους αγοραστικής δύναμης, το κατά κεφαλή ΑΕΠ στην Ελλάδα αυξάνεται γρηγορότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Τα τελευταία πέντε χρόνια, η αύξηση στην Ελλάδα είναι 22,8% έναντι 20,1% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αλήθεια 6η: Η Ελλάδα είναι σταθερά στις πρώτες θέσεις στην απορρόφηση ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Η Ελλάδα αξιοποιεί τους ευρωπαϊκούς πόρους για την περαιτέρω ενίσχυση της ανάπτυξης. Είναι χαρακτηριστικό ότι όσον αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης, η χώρα μας βρίσκεται στην 6η θέση των απορροφήσεων, σε ολόκληρη την ΕΕ. Θα έχει απορροφήσει μέχρι τον Οκτώβριο το 50% των πόρων (συνολικός προϋπολογισμός 36 δις. ευρώ). Αντίστοιχες επιδόσεις καταγράφει και στο ΕΣΠΑ 2021-2027, όπου βρίσκεται στην 3η θέση στην ΕΕ στην απορρόφηση.
Αλήθεια 7η: Οι καταθέσεις των Ελλήνων αυξάνονται και το χρέος των νοικοκυριών μειώνεται. Με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, οι τραπεζικές καταθέσεις των πολιτών τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί κατά 27,3 δις (συνολικά για πολίτες και επιχειρήσεις έχουν αυξηθεί 50 δις. ευρώ). Επιπλέον, έχει σημειωθεί σημαντική μείωση του μη εξυπηρετούμενου ιδιωτικού χρέους νοικοκυριών και επιχειρήσεων προς τράπεζες και funds, από 92 δις. ευρώ το 2019 σε 69 δις. ευρώ στα τέλη του 2023.
Η πρόοδος της ελληνικής οικονομίας αναγνωρίζεται από όλους τους μεγάλους διεθνείς οργανισμούς. Αναγνωρίζεται επίσης από τις διεθνείς αγορές που επενδύουν δισεκατομμύρια στη χώρα μας, μέσα από τα ομόλογα και τις κεφαλαιαγορές μας, το επιτυχημένο πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων (συμπεριλαμβανομένων και των τραπεζών) και τις άμεσες ξένες επενδύσεις, οι οποίες τα τελευταία πέντε χρόνια ξεπερνούν τα 27 δις ευρώ. Και τέλος, αποτυπώνεται και στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας μετά από δεκατρία χρόνια, εξέλιξη με σημαντικές ευεργετικές συνέπειες για το κόστος δανεισμού της χώρας και τα δημόσια οικονομικά μας. Για παράδειγμα, μόνο για τον δανεισμό που κάνουμε φέτος, η ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας δημιουργεί εξοικονόμηση πόρων ύψους περίπου 800 εκατομμυρίων ευρώ σε βάθος δεκαετίας, χρήματα τα οποία μπορούν να ενισχύσουν την υγεία, την παιδεία και το κοινωνικό κράτος».