Του π. Ηλία Μάκου
Τρεις μήνες μετά την κοίμηση του αοιδίμου Μητροπολίτου Βερατίου Ιγνατίου, τελέστηκε, την Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2024, στον καθεδρικό ναό αγίου Δημητρίου Βερατίου μνημόσυνο και εψάλη τρισάγιο στον τάφο του, χοροστατούντος του Μητροπολίτου Απολλωνίας και Φίερι Νικολάου, ο οποίος είναι και ο τοποτηρητής της Μητροπόλεως Βερατίου.
Οι Ορθόδοξοι της Αλβανίας τον θυμούνται με συγκίνηση, γιατί ακολούθησε το δρόμο του Σταυρού, μιμούμενος τον Χριστό στην ευσπλαχνία, στην συγχωρητικότητα, στην ειλικρίνεια, στην ευθύτητα. Αλλά και στην αγνότητα και στη νηφαλιότητα.
Πρόσεχε πως ζούσε, για να μη σκανδαλίζει και ζημιώσει τις ψυχές των γύρω του και μάλιστα των νεότερων.
Θεωρούσε ότι κάθε καλό, το οποίο είχε, είναι δώρο της πατρικής αγάπης του φιλάνθρωπου και πανάγαθου και στοργικού Θεού και είχε βέβαια την πεποίθηση ότι η πάνσοφος Πρόνοιά Του του έδινε κάθε φορά ό,τι του είναι χρήσιμο και αναγκαίο, ό,τι εξυπηρετούσε τον μεγάλο σκοπό της σωτηρίας της ψυχής του.
Δεχόταν με ευγνωμοσύνη τα δώρα της αγάπης του Θεού και δεν ζητούσε περισσότερα, αρκούνταν σ’ αυτά και δεν ανησυχούσε για το μέλλον. Ήταν πάντοτε ζωηρή στην ψυχή του η βεβαίωση του Κυρίου ότι ποτέ δεν θα τον αφήσει, ότι ποτέ δεν θα τον εγκαταλείψει απροστάτευτο.
Και με αυτή την αντίληψη και βίωση κοιμήθηκε… Έτσι αποδείχθηκε και αναδείχθηκε επιτυχής η ζωή του, γιατί έζησε εν Χριστώ και απέθανε εν Χριστώ.
Ήταν Σάββατο του 1998, όταν έγινε στην πόλη του Βερατίου η ενθρόνιση και εγκατάσταση του Μητροπολίτη Βερατίου, Αυλώνος και Κανίνης Ιγνατίου, από τον Αρχιεπίσκοπο Τιράνων Αναστάσιο.
Την Τρίτη 23 Ιουλίου 2024 η γη του Βερατίου δέχθηκε το σώμα του Ορθόδοξου Επισκόπου.
Ανοίχτηκε στην ποιμαντική διακονία της Μητροπόλεώς του, δίχως δείλιασμα και φόβο στην καρδιά.
Προχώρησε στο πέλαγος των δυσκολιών, νιώθοντας ότι τον κρατούν του Πλάστη και Πατέρα του η γαλανή αγκαλιά και τα σταθερά χέρια του κ. Αναστασίου.
Όταν τα έργα μιλούν, τα λόγια δεν προσφέρουν τίποτε παραπάνω από το να περιγράψουν αυτά τα έργα.
Μόνο την γλώσσα των έργων εννοούν στην εποχή μας οι άνθρωποι.
Τα έργα του Ιγνατίου γίνονταν σεμνά και αθόρυβα. Μέσα στην σκέψη του Ιγνατίου στριφογύριζε διαρκώς ο πατερικός λόγος: «Να χαίρεσαι όταν κάνεις το καλό. Αλλά να μην υπερηφανεύεσαι, μη τυχόν και ναυαγήσεις μέσα στο λιμάνι».
Είναι ουσιώδης προσανατολισμός αυτό! Δημιούργησε ελπίδα, γιατί έκανε να χτυπήσει η αγάπη του Θεού στις καρδιές των ανθρώπων.
Ήταν δοσμένος ολοκληρωτικά στην αγάπη. Στο έλεος. Στεκόταν σαν ένας Σίμωνας Κυρηναίος και ένας «παρεστώς» σ’ όποιον αναστέναζε. Σ’ όποιον πάλευε για να σταθεί όρθιος.
Η πολύπλευρη προσφορά του κυρού Ιγνατίου, όπως ομολογείται απ’ όλους, ανακούφιζε την τοπική κοινωνία, ενθάρρυνε τους ανθρώπους και τους ωθούσε με δύναμη προς τα άνω, προς μια ζωή περισσότερο πνευματική, περισσότερο ανθρώπινη.
Το αξιοθαύμαστο είναι ότι ο Σεβασμιώτατος δεν πίστευε πως συντελεί κάτι μεγάλο. Την οφειλή μας προσπαθούμε να ξεπληρώνουμε, έλεγε. Την οφειλή της αγάπης προς τον πλησίον, κοινό χρέος όλων μας. Απλά «ο οφείλομεν ποιήσαι, πεποιήκαμεν».