της Έφης Ευθυμίου
Με την παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου και της Προέδρου της Δημοκρατίας Κατερίνας Σακελλαροπούλου, κηρύχθηκε η έναρξη του Διεθνούς Θεολογικού Συνεδρίου “Η Ορθόδοξη Θεολογία στον 21ο αιώνα. Προκλήσεις και Προοπτικές”.
Το Συνέδριο διοργανώνει η Θεολογική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, υπό την αιγίδα της Εκκλησίας της Ελλάδος, και θα διαρκέσει μέχρι τις 28 Νοεμβρίου.
Η τελετή έναρξης έλαβε χώρα το απόγευμα της Κυριακής στη Μεγάλη Αίθουσα του Πανεπιστημίου Αθηνών, η οποία ήταν κατάμεστη από κόσμο, φοιτητές, κληρικούς και λαϊκούς.
Ο Πρύτανης του ΕΚΠΑ, Γεράσιμος Σιάσος, καλωσόρισε τους παρευρισκόμενους με ειδική αναφορά στον Οικουμενικό Πατριάρχη, τον Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και στην Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Όπως τόνισε στην προσφώνησή του, οι δύο θεσμοί, Εκκλησία και ΕΚΠΑ, αποτέλεσαν θεμέλιο λίθο για τον Ελληνισμό. “Εδώ και δύο αιώνες, όσοι κοσμούν την εκκλησιαστική Ιεραρχία, έχουν υπάρξει φοιτητές της Θεολογικής Σχολής του ΕΚΠΑ. Η Θεολογική Σχολή στηρίζει όχι μόνο την Εκκλησία της Ελλάδος, αλλά και τα Πρεσβυγενή Πατριαρχεία και την Ομογένεια”.
Απευθυνόμενος στον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, τόνισε πως “η παρουσία σας Παναγιώτατε λαμπρύνει το Συνέδριο και ενισχύει τις σχέσεις του Πανεπιστημίου με το Οικουμενικό Πατριαρχείο”. Αφού υπογράμμισε πως πρόκειται για το τρίτο μόλις αντίστοιχο Συνέδριο τα τελευταία 100 χρόνια, δήλωσε πως το Πανεπιστήμιο Αθηνών αναδεικνύει την ανάγκη για ενίσχυση του ρόλου της Ορθοδοξίας στον κόσμο, ώστε να δώσει απαντήσεις στις προκλήσεις της εποχής. “Το Πανεπιστήμιό μας γίνεται ζωντανός πυρήνας ενός πανορθόδοξου διαλόγου”, ανέφερε χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια τον λόγο πήρε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών κ. Ιερώνυμος, ο οποίος επισήμανε πως είναι σημαντικό οι θεολογικές σχολές να προβάλλουν τον θεολογικό λόγο, και όχι μόνο αναφορικά με το τι είπαν οι Πατέρες της Εκκλησίας μας, αλλά και σε σχέση με το σήμερα. “Ο Θεολογικός λόγος είναι πάντα επίκαιρος. Αυτή η σχέση της Θεολογίας με το σήμερα έχει διττό χαρακτήρα. Η Θεολογία μπορεί να δίνει απαντήσεις σε ό,τι απασχολεί τον σημερινό άνθρωπο, αλλά και η ίδια δεν μένει ανέγγιχτη από τις ανακατατάξεις παγκοσμίως, την κλιματική κρίση κ.α. Όλα αυτά έρχονται να κλονίσουν ό,τι μέχρι τώρα θεωρούσαμε δεδομένο”, δήλωσε χαρακτηριστικά ο κ. Ιερώνυμος.
Και συνέχισε υπογραμμίζοντας ότι αυτά τα καινούρια ζητήματα προκύπτουν από τις τεχνολογικές εξελίξεις και την αλματώδη πρόοδο. “Οι πόλεμοι, η προσφυγιά, η ανισότητα, η φτώχεια, δεν σταμάτησαν ποτέ. Ο Θεολογικός λόγος δεν πρέπει να είναι αδιάφορος σε αυτά. Παρά την ανάπτυξη, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ζει σε συνθήκες μεσαίωνα. Ο άνθρωπος του 21ου αιώνα αντιμετωπίζει πολλά από τα προβλήματα του 16ου αιώνα. Θίγονται ζητήματα που αφορούν στον διαχριστιανικό διάλογο, την ποιμαντική θεολογία. Ως Εκκλησία της Ελλάδος στηρίξαμε και θέσαμε υπό την αιγίδα μας το παρόν συνέδριο και ευχόμαστε καλή επιτυχία στους διοργανωτές του”.
Από την πλευρά του, ο Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής Εμμανουήλ Καραγεωργούδης, τόνισε πως η Θεολογία αντλεί το νόημά της από την κοινωνία, και καλείται να στοχαστεί τη μέθοδό της καθώς δεν αρκεί η απομνημόνευση, αλλά χρειάζεται θεολογική γνώση. “Πρόκειται για μια δυναμική διαδικασία που εμπλέκει ολόκληρο τον άνθρωπο. Κάθε νέα γνώση οδηγεί σε βαθύτερη κατανόηση και νέα ερωτήματα. Η βαθιά θεολογική γνώση απαιτεί κατανόηση του κειμένου που επιτρέπει την υπέρβαση των προκαταλήψεων”.
Αναφερόμενος στον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο, ο Κοσμήτορας τόνισε πως ο κ. Βαρθολομαίος ανέδειξε την κλιματική κρίση πολύ πριν αυτή γίνει παγκόσμια εμπειρία, καθώς και ότι συνέδεσε την Πατερική παράδοση με τις αγωνίες του σύγχρονου ανθρώπου, καθώς και ότι η παρουσία του στο συνέδριο είναι παραπάνω από τιμητική.
“Υπάρχει μια Θεολογία που δεν εκφράζεται με λόγια. Αλλά μέσω της διακονίας, της διακριτικής άσκησης της εκκλησιαστικής διακυβέρνησης. Είναι σαν το ψηφιδωτό που συνθέτει την ψηφίδα της Εκκλησίας. Είναι μια Θεολογία που δεν εξαντλείται στην ακαδημαϊκή θεωρία αλλά μεταμορφώνεται σε έργο αγάπης και ευθύνης”, δήλωσε χαρακτηριστικά.
Πρόσθεσε ακόμη πως το Συνέδριο αρθρώνεται σε οκτώ θεματικούς κύκλους που αντικατοπτρίζουν τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η σύγχρονη θεολογία. “Οι κύκλοι αυτοί δεν είναι στεγανά, η Θεολογία είναι ζωντανός διάλογος με τον Θεό, τον άνθρωπο και τη φύση. Η θεωρητική γνώση προκύπτει από μια διαδικασία εσωτερικής θεώρησης.
Είθε το Συνέδριο μας να μεταβάλει το συνέδριο σε ένα συνέδριο Θεολογίας του φωτός”.
Τον λόγο έλαβε στη συνέχεια ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, σχολιάζοντας πως στο DNA της θεολογίας ανήκει η «συναφειακότης», ως η δυνατότης και ευκαιρία να διατυπώνει επικαίρως το μήνυμά της.
“Η εκκλησιαστική θεολογία δεν είναι δυνατό να αγνοεί τις εμπειρίες των μελών της Εκκλησίας. Οι σύγχρονοι χριστιανοί δεν ζούν στην εποχή του Χριστού, ούτε στην περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ούτε στην «εποχή του Αντιχρίστου», αλλά σε μία συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, σε διαφορετικούς πολιτισμικούς χώρους, με απτά προβλήματα, με τις αντιφάσεις και τις προοπτικάς της εποχής μας. Προς αυτούς απευθύνονται η Εκκλησία και η θεολογία της, για την μεταμόρφωση αυτού του κόσμου πρέπει να λειτουργήσουν”.
Ο κ. Βαρθολομαίος ανέφερε πως στην εποχή μας η Εκκλησία και η Θεολογία της βρίσκονται αντιμέτωποι με νέες συνθήκες και πολλές μεγάλες προκλήσεις, και η συνάντηση με τον σύγχρονο κόσμο οφείλει να έχει γνώση και οξύ αισθητήριο για τα νέα ιστορικά δεδομένα. “Αποτελεί βασική αρχή για τη Θεολογία ότι δεν πρέπει να είναι αμυντική, οφείλει να είναι επίκαιρη, αφού το παρόν δεν είναι μόνο χρονολογική έννοια, δεν σηματοδοτεί «απλώς την τρέχουσα επικαιρότητα, αλλά και τη σήμερα και μόνον σήμερα δεδομένη δυνατότητα, τον “καιρόν”».
Δύο μεγάλες προκλήσεις που ξεχωρίζει ο Οικουμενικός Πατριάρχης για τη Θεολογία είναι η θρησκειολιγκή πρόκληση και η νέα ανθρωπολογία σε συνάρτηση προς τον πολιτισμό της νεωτερικότητας.
Σε ό,τι αφορά στη θρησκειολογική πρόκληση, ο κ. Βαρθολομαίος δήλωσε πως “καμία ανάλυση της παγκοσμίου κατάστασης, κανένας σχεδιασμός του μέλλοντος του κόσμου μας είναι επαρκής, εάν δεν αναφέρονται και στον ρόλο των θρησκειών. Ενώπιον της αναβίωσης των μη χριστιανικών θρησκειών έχει μάλιστα τονισθεί ότι η μεγαλύτερη πρόκληση για τον Χριστιανισμό δεν είναι πλέον η εκκοσμίκευση, αλλά η παρουσία αυτών των θρησκειών και η συνάντησις με αυτές”.
Και συνέχισε λέγοντας ότι γινόμαστε μάρτυρες βιαιοτήτων εν ονόματι της θρησκείας. Ταυτόχρονα όμως προάγεται η διαθρησκειακή συνεργασία και τονίζεται ο ειρηνοποιητικός ρόλος των θρησκειών. Καμία ειρήνη των λαών, χωρίς ειρήνη των θρησκειών, είναι ένα γνωστό σύνθημα. Ζωτικής σημασίας για το μέλλον της ανθρωπότητας είναι η σύμπραξη των θρησκειών ενώπιον των πλανητικών προβλημάτων, όπως το οικολογικό, το μεταναστευτικό, οι κοινωνικές και πολιτικές αντιπαραθέσεις, οι μεγάλες φυσικές καταστροφές, ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός και άλλα”.
Αναφορικά με την πρόκληση της νέας ανθρωπολογίας σε συνάρτηση με τον πολιτισμό της νεοτερικότητας, ο κ. Βαρθολομαίος τόνισε πως τα ανθρωπολογικά θέματα απασχολούν και επιβαρύνουν σήμερα και τις διαχριστιανικές σχέσεις, ενώ οδηγούν και σε εντάσεις εντός των επί μέρους Εκκλησιών και Ομολογιών. Γίνεται δε λόγος περί της ανάγκης ανάπτυξης μιας «οικουμενικώς αποδεκτής χριστιανικής ανθρωπολογίας».
Ανέφερε μεταξύ άλλων ότι επιστήμη και τεχνολογία είναι η μεγάλη δύναμη η οποία αλλάζει ριζικώς τη ζωή μας, αλλά και ότι δεν πρέπει να παραβλέπουμε τους κινδύνους του επιστημονισμού για τον άνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον.
Ως καθήκον της χριστιανικής θεολογίας προσδιορίζει την αντίσταση στον θρησκευτικό φονταμενταλισμό και την προβολή των κοινών ανθρωπιστικών παραδοχών των θρησκειών.
Τάχθηκε υπέρ του ειλικρινούς θεολογικού διαλόγου με τον υπόλοιπο χριστιανικό κόσμο, προσθέτοντας πως ποτέ στην ιστορική πορεία της Εκκλησίας η εσωστρέφεια δεν ωφέλησε την Εκκλησία και την αποστολή της.
Υπογράμμισε δε την ανάγκη της Εκκλησίας από δυναμικούς θεολόγους με άριστη θεολογική κατάρτιση και εκκλησιαστικό ήθος, από ανθρώπους ευσεβείς και ευφυείς, που αφουγκράζονται τον παλμό των σύγχρονων και εκφράζουν επίκαιρα το μήνυμα της εν Χριστώ Σωτηρίας.