Του Αρχιεπισκόπου Κύπρου κ. Γεωργίου
Μου προκαλεί ιδιαίτερη ικανοποίηση το γεγονός ότι την πρώτη φορά που κλήθηκα να γράψω κάτι για το περιοδικό «Παρέμβαση Εκκλησιαστική» της Αρχιεπισκοπής, μου ζητήθηκε να αναφερθώ εισαγωγικά στο μεγάλο μυστήριο του Βαπτίσματος.
Είναι, όντως, το Βάπτισμα το πρώτο και μέγιστο των μυστηρίων της Εκκλησίας μας, αφού αποτελεί και την πύλη διά της οποίας εισέρχεται κάποιος στην Εκκλησία και αποτελεί την προϋπόθεση για τη συμμετοχή στα άλλα μυστήρια.
Όπως και τα άλλα μυστήρια είναι Θεοσύστατος τελετή, αφού είναι ξεκάθαρο στην Αγία Γραφή ότι «η χάρις και η αλήθεια διά Ιησού Χριστού εγένετο» (Ιω. 1, 17). Ο ίδιος ο Χριστός συνέστησε το μυστήριο του Βαπτίσματος μετά την ανάστασή του, λέγοντας στους μαθητές του «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του αγίου Πνεύματος» (Ματθ. κη΄, 19).
Το απαραίτητο του βαπτίσματος, προκειμένου να εισέλθει κάποιος στη βασιλεία των Ουρανών, είναι και πάλιν αναντίλεκτη δήλωση του Ευαγγελίου: «Ο πιστεύσας και βαπτισθείς σωθήσεται, ο δε απιστήσας κατακριθήσεται» (Μαρκ. ιστ΄, 16). Και πάλιν ο Χριστός προαναγγέλοντας το βάπτισμα και τις σωτήριες ιδιότητές του είχε πεί στον Νικόδημο «Εάν μη τις γεννηθή εξ ύδατος και Πνεύματος, ου δύναται εισελθείν εις την βασιλείαν των ουρανών» (Ιωάν. γ΄, 5).
Οι Απόστολοι ακολουθώντας την εντολή του Χριστού εβάπτιζαν όσους αποδέχονταν την Χριστιανική Πίστη, εμμένοντας στην αναγκαιότητα του βαπτίσματος. Έτσι, ο Πέτρος, μετά το κήρυγμά του την ημέρα της Πεντηκοστής, και σε απάντηση στην ερώτηση των πιστευσάντων «τι ποιήσομεν, άνδρες αδελφοί;» είπε: «Μετανοήσατε, και βαπτισθήτω έκαστος υμών επί τω ονόματι Ιησού Χριστού εις άφεσιν αμαρτιών, και λήψεσθε την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος» (Πρ. β΄, 38). Και ο Παύλος στην Έφεσο εκάλεσε εκείνους που επίστευσαν στον Χριστό να βαπτιστούν. Λέγει χαρακτηριστικά το βιβλίο των Πράξεων: «Ακούσαντες δε εβαπτίσθησαν εις το όνομα του Κυρίου Ιησού. Και επιθέντος αυτοίς του Παύλου τας χείρας ήλθε το Πνεύμα το Άγιον επ’ αυτούς» (Πραξ. ιθ΄, 5-6).
Οι πιο πάνω αναφορές στο βάπτισμα εις το όνομα του Ιησού Χριστού, σημαίνει βάπτισμα κατά τον τρόπο που το παρέδωσε ο Χριστός, δηλ. στο όνομα της Αγίας Τριάδος, (Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος). Αυτό, ως γνωστόν, αποτελεί και απαραίτητο όρο για αναγνώριση «κατ’ οικονομίαν» και του βαπτίσματος των ετεροδόξων από την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Το βάπτισμα έχει διπλήν επενέργεια. Απαλείφει το προπατορικό αμάρτημα και όλες τις προσωπικές αμαρτίες του βαπτιζομένου, αλλά και ενεργεί θετικά, ενισχύοντας και προάγοντας την πίστη στον Θεό και ζωοποιώντας την ψυχή του, αφού τον καθιστά μέλος του μυστικού σώματος του Χριστού και δυνητικά κληρονόμο της αιώνιας ζωής. Σ’ αυτά τα αποτελέσματα του βαπτίσματος αναφέρονται και τα άλλα ονόματα που αποδίδονται σ’ αυτό, όπως «λουτρόν παλιγγενεσίας», «φωτισμός», «λουτρόν σωτηρίας», κλπ.
Στο Ευαγγέλιο γίνεται σαφής διάκριση του «βαπτίσματος Ιωάννου» και του Χριστιανικού βαπτίσματος. Το βάπτισμα του Ιωάννου ήταν απλώς βάπτισμα μετανοίας. Δεν συγχωρούσε αμαρτίες, αφού η άφεσις ήλθε με το απολυτρωτικό πάθος του Χριστού. Εξάλλου ο ίδιος ο Ιωάννης έλεγεν «εις τον ερχόμενον μετ’ αυτόν ίνα πιστεύσωσιν». Ξεκάθαρα ο Ιωάννης έλεγε «εγώ βαπτίζω εν ύδατι» (Ιωάν. α’, 26), παρέπεμπε δε στο βάπτισμα «εν Πνεύματι αγίω» (Ιωάν. α’, 32).
Η πράξη της Εκκλησίας, όσον αφορά στο Άγιο Βάπτισμα, αναφέρεται σε τριπλή κατάδυση και ανάδυση στο νερό, το οποίο αγιάζεται δι’ ειδικών ευχών. Αυτή η τριπλή κατάδυση σε νερό και η ανάδυση από αυτό συμβολίζει την τριήμερο ταφή και ανάσταση του Χριστού. Ο Απ. Παύλος λέγει χαρακτηριστικά «συνετάφημεν ούν αυτώ διά του βαπτίσματος εις τον θάνατον». Στο νερό της κολυμβήθρας πεθαίνει ο παλαιός άνθρωπος και εμείς εξερχόμαστε από αυτήν έτοιμοι «ίνα εν καινότητι ζωής περιπατήσωμεν» (Ρωμ. στ΄, 4). «Ει γαρ σύμφυτοι γεγόναμεν τω ομοιώματι του θανάτου αυτού, αλλά και της αναστάσεως εσόμεθα (Ρωμ. στ΄, 5).
Προτύπωση του βαπτίσματος θεωρείται στην Παλαιά Διαθήκη η διάβαση της Ερυθράς θαλάσσης. Όπως «διά της θαλάσσης διήλθον» (Α΄ Κορ. ι΄, 1) και εσώθησαν οι Εβραίοι, οδηγηθέντες στην ελευθερία, έτσι και εμείς μέσω του νερού της κολυμβήθρας ελευθερωνόμαστε από την αμαρτία και προχωρούμε προς τη νέα ζωή.
Το βάπτισμα είναι μη επαναλαμβανόμενο μυστήριο. Τούτο ομολογείται και εις το σύμβολο της πίστεως: «Ομολογώ εν βάπτισμα εις άφεσιν αμαρτιών».
Το απαραίτητό του βαπτίσματος για τη σωτηρία οδήγησε νωρίς την Εκκλησία στον νηπιοβαπτισμό. Τα νήπια απαλλάσσονται, έτσι, του προπατορικού αμαρτήματος και με τη συμμετοχή τους στα άλλα μυστήρια εδραιώνονται στην πίστη. Η Αγία Γραφή αναφέρεται εμμέσως μόνον, στον νηπιοβαπτισμό, όταν μιλά για βάπτιση ολόκληρων οίκων. Ο Απ. Παύλος λέγει π.χ. ότι «εβάπτισε τον Στεφανά οίκον» (Α’ Κορ. α’, 16). Πολλοί Πατέρες αναφέρουν ότι ο νηπιοβαπτισμός είναι παράδοση αποστολική. Ο Τερτυλλιανός, ως γνωστό, αποδοκιμάζει τον νηπιοβαπτισμό, πράγμα που εμμέσως δηλώνει την ύπαρξή του.
Το απαραίτητο, πάλιν, του βαπτίσματος για τη σωτηρία, οδήγησε την Εκκλησία στην εισαγωγή του «αεροβαπτίσματος» ως λύσης κατεπειγούσης οικονομίας. Το βάπτισμα αυτό, μάλιστα, μπορεί να το τελέσει και λαικός, άντρας ή γυναίκα, φτάνει να είναι Ορθόδοξος και αυτό να γίνεται στο όνομα της Αγίας Τριάδος.
Μόνη αποδεκτή λύση αντικατάστασης του βαπτίσματος αποτελεί το «βάπτισμα του αίματος». Επικρατούσε ανέκαθεν στην Εκκλησία, ότι το βάπτισμα θα μπορούσε να αναπληρωθεί με το βάπτισμα του μαρτυρίου. Κατά τον Κυπριανό, μάλιστα, αυτό το βάπτισμα είναι «το μέγιστον και ενδοξότατον των βαπτισμάτων». Από το Ευαγγέλιο έχουμε, προς επίρρωση της αποδοχής του Βαπτίσματος του αίματος, τους λόγους του ιδίου του Χριστού «Πας ούν όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθέν του πατρός μου του εν ουρανοίς» (Ματθ. ι’, 32). Το ότι όσοι μαρτυρούσαν υπέρ της πίστεως είτε είχαν βαπτισθεί είτε όχι, ετιμώντο ως άγιοι από τη Εκκλησία, είναι αναντίρρητο στην Εκκλησιαστική Ιστορία. Παράδειγμα είναι και η εορτή των «υπό Ηρώδου αναιρεθέντων νηπίων». Χωρίς να έχει προηγηθεί το βάπτισμα του ύδατος, το μαρτύριό τους κατέταξε τα νήπια αυτά στους «κόλπους του Αβραάμ».
Το ότι η Εκκλησία δεν γνωρίζει άλλη οδό σωτηρίας από το βάπτισμα, όπως αναφέραμε πιο πάνω, δεν σημαίνει ότι ο Θεός δεν μπορεί να προσφέρει τη σωτηρία με οποιονδήποτε τρόπο και όποτε θέλει. Παράδειγμα αναντίλεκτο αποτελεί ο ένας ληστής που συσταυρώθηκε με τον Χριστό. Η Εκκλησία, όμως, ξέρει τον κανονικό και παραδεδομένο τρόπο δικαίωσης διά του βαπτίσματος.
Για τα νήπια που πεθαίνουν αβάπτιστα, επιφανείς Πατέρες της Εκκλησίας όπως ο Γρηγόριος ο Θεολόγος, έχουν τη γνώμη ότι αυτά αποκλείονται από την ουράνια βασιλεία αφού φέρουν το προπατορικό αμάρτημα, δεν τιμωρούνται, όμως, αφού δεν έχουν προσωπικές αμαρτίες.
Νομίζω πως όσα εισαγωγικά και περιληπτικά έθιξα για το μέγιστο και πρώτιστο των μυστηρίων μας, θα αναλυθούν λεπτομερώς από θεολόγους, κληρικούς και λαικούς στις επόμενες σελίδες του περιοδικού. Εύχομαι όπως, αναλογιζόμενοι τη σπουδαιότητα του βαπτίσματός μας, προσπαθήσουμε να κρατηθούμε όσο μπορούμε μακριά από την αμαρτία, διατηρώντας τον χιτώνα που πήραμε με το μυστήριο αυτό αρρύπωτο και ακηλίδωτο.
* Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παρέμβαση Εκκλησιαστική, τεύχος 54, Ιανουάριος – Απρίλιος 2023, σελ. 245-248.